- ἄσωτος
- ἄσωτοςhaving no hope of safetymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άσωτος — (I) η, ο (AM ἄσωτος, ον) (Ι) [σώζω] σπάταλος, έκλυτος, διεφθαρμένος αρχ. μσν. 1. αυτός που δεν έχει ελπίδα σωτηρίας, που βρίσκεται σε απόγνωση 2. ενεργ. αυτός που φέρνει την καταστροφή, που αποτελεί κατάρα για κάποιον 3. φρ. «ἀσώτως ἔχω»… … Dictionary of Greek
άσωτος — η, ο επίρρ. α σπάταλος, ακόλαστος, διεφθαρμένος: Άσωτος ο γιος, σπατάλησε σύντομα ό,τι του άφησαν οι γονείς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσωτότερον — ἄσωτος having no hope of safety adverbial comp ἄσωτος having no hope of safety masc acc comp sg ἄσωτος having no hope of safety neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσωτότατα — ἄσωτος having no hope of safety adverbial superl ἄσωτος having no hope of safety neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσώτως — ἄσωτος having no hope of safety adverbial ἄσωτος having no hope of safety masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσωτον — ἄσωτος having no hope of safety masc/fem acc sg ἄσωτος having no hope of safety neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσωτότατος — ἄσωτος having no hope of safety masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσώτοις — ἄσωτος having no hope of safety masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσώτου — ἄσωτος having no hope of safety masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσώτους — ἄσωτος having no hope of safety masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)